Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ - Δ. ΧΑΤΖΗΣ

Ο ΚΑΣΠΑΡ ΧΑΟΥΖΕΡ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ- Δ. ΧΑΤΖΗΣ (1), (2)

ΘΕΜΑΤΙΚΑ  ΚΕΝΤΡΑ
Δ. Χατζής
Μετανάστευση 
Αποξένωση από την πατρίδα
Απώλεια εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας

Το επιλεγµένο απόσπασµα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα της ρεαλιστικής γραφής του ∆ηµήτρη Χατζή, η οποία έχει ως επίκεντρο της την παρατήρηση του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναπαριστά πειστικά το λόγο ενός λαϊκού προσώπου που, ως µετανάστης στη Γερµανία, διαπιστώνει την απώλεια της προσωπικής αλλά και της εθνικής του ταυτότητας.
Το κεφάλαιο από όπου προέρχεται το απόσπασµα έχει τον τίτλο «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρηµη χώρα». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».
Ο Κώστας είναι ο μοναδικός ήρωας και αφηγητής του κειμένου, ένα λαϊκό πρόσωπο που, ζώντας στη Γερμανία ως μετανάστης, συνειδητοποιεί ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα. Ζει μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται. Η αυτοπεποίθηση του είναι χαμηλή (μικρόβιο) και δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό του, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος των πολλών και των αγνώστων, που η μοναδική του συντροφιά είναι λίγοι συμπατριώτες του μετανάστες, ενώ έχει διακόψει τους δεσμούς με την πατρίδα του. Η αίσθηση της μοναξιάς που τον διακατέχει τον αναγκάζει να χαράξει ο ίδιος το πικρόχολο και αυτοσαρκαστικό επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.





Η ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ βασίζεται στη γνωστή ιστορία της ξαφνικής εμφάνισης του Κάσπαρ Χάουζερ, ενός αγοριού στη Νυρεμβέργη το 1828, το οποίο κρατιόταν έγκλειστο σε ένα κελλάρι όλη του τη ζωή. Ο Κάσπαρ θα εμφανιστεί από το πουθενά ρακένδυτος, με έντονα πάνω του τα σημάδια της μακροχρόνιας σιωπής, της ακινησίας, της εγκατάλειψης, της απόλυτης αποκοπής του από την κοινωνία. 

Είναι εδώ που θα ξεκινήσει το χρονικό της ένταξης του στη μικρή Βαυαρική κοινωνία που τον ανακάλυψε, τον φρόντισε, τον «αξιοποίησε» και βάλθηκε να εξιχνιάσει το μυστήριο της διαφορετικότητας και της καταγωγής του.

Αλλά η κοινωνία δεν θα ακούσει, ούτε θα θελήσει να καταλάβει «αυτή την φοβερή Φωνή, που συνήθως οι άνθρωποι την ονομάζουν Σιωπή». Και θα προσπαθήσει να την εκλογικεύσει μέσα από την καλλιέργεια του λόγου και της γραφής - από το schreien (φωνή) στο schreiben (γραφή). 

Ο πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων» περιγράφει πληρέστερα την ταινία. «Οι άνθρωποι είναι σαν λύκοι για μένα» θα πει ο Κάσπαρ και σε άλλο σημείο «ο ερχομός μου σε αυτόν τον κόσμο ήταν μια τρομερά σκληρή πτώση». Η αλληγορία είναι διάχυτη στην ταινία. 

Ο Κάσπαρ θα εμφανιστεί την ημέρα της Πεντηκοστής και η ταινία ξεκινά και τελειώνει με την άρια του Ταμίνο από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ - έναν ύμνο στην αγάπη, που ωστόσο στην ταινία ακούγεται τουλάχιστον σαν ειρωνεία. Ο Κάσπαρ θα ζήσει αδιαμαρτύρητα το μαρτύριο του μέχρι το τέλος, με μόνη παρηγοριά τα όνειρα-οράματά του.


Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ (1974)

(Γερμανικός πρωτότυπος τίτλος: Jeder für sich und Gott gegen alle - Kaspar Hauser, 
Αγγλικός τίτλος: The Enigma of Kaspar Hauser)

Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών (1974)

Παίζουν: Μπρούνο Σ., Βάλτερ Λάντενγκαστ, Μπριγκίτε Μίρα κ.α.
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Βέρνερ Χέρτσογκ


Όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς και αντίστοιχους ιδιοκτήτες της ταινίας. Αυτό το βίντεο είναι μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς.




Η ΦΑΜΠΡΙΚΑ
Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα

Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα

Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα

Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ' όνομά μου

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ



Γκασμέντ Καπλάνι
 Μικρό ημερολόγιο συνόρων 

Δουλειά, δουλειά, δουλειά
Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν παςγια να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα,δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη.Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν, θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα, θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά, στην πλάτη, στην καρδιά. Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν. Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότεςδεν πληρώνουν για μέτρα ασφαλείας. Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα… 

Η γενιά της λάντζας
Η πρώτη γενιά των μεταναστών είναι η γενιά της λάντζας. Είναι εκείνη που τρώει όλη τη σαβούρα της ξενιτιάς, όλη την άρνηση, όλη την περιφρόνηση, όλο το φόβο. Είναι η γενιά της λάντζας, γιατί γι’ αυτή όλες οι δουλειές είναι καλές, αρκεί το στομάχι να γεμίζει και να μένει κάτι στην άκρη. Αυτά τα λεφτά που μένουν στην άκρη είναι η ανταμοιβή της, η θεραπεία της, η Γη της Επαγγελίας, το μεγάλο ψέμα, η υπόσχεση της επιστροφής. Είναι η γενιά που μιλά σπαστά, εκείνη που δε μιλά καθόλου, εκείνη που τρέμει την αστυνομία,εκείνη που τρέμει το βλέμμα του εργοδότη, που καταναλώνει τη μοναξιά στη σιωπή, που σκύβει ίσαμε το χώμα, που μαζεύει μαζί με τα λεφτά στην άκρη και μπόλικη μνησικακία.Η μνησικακία είναι το φρούριό της, όπου στεγάζει το φόβο της, την άρνηση των ντόπιων, την περιφρόνηση, την καταπίεση και τον εμπαιγμό του εργοδότη. Είναι η γενιά της λάντζας. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν έπιπλα στο σπίτι, εκτός και αν βρεθούν κάποια κοντά σε σκουπιδοτενεκέδες, όταν οι ντόπιοι εγκαταλείπουν τα παλαιά τους. Για τη γενιά της λάντζας δεν υπάρχουν διακοπές, δεν υπάρχουν καν γιορτές. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα: δουλειά. Και το όνειρο της επιστροφής αγκαλιά με το όνειρο της παραμονής.Γιατί έτσι είναι η γενιά της λάντζας: σχιζοφρενής…


ΖΟΛΙΝΓΚΕΝ, 23.3.1972 (Γραπτή απάντηση σε ερωτηματολόγιο)

 Έφυγα από την Ελλάδα στις 5.10.64. Έφυγα για να κάνω ορισμένες οικονομίες με τις οποίες θα αγόραζα χωράφια, ώστε να βελτιωνόταν η θέση της οικογενείας μου. Κατάγομαι από ένα χωριό της Δράμας και πριν έρθω στη Γερμανία ήμουν καπνοπαραγωγός. Από τη δουλειά μου είμαι ικανοποιημένος όσον αφορά τα οικονομικά και δυσαρεστημένος όσον αφορά την πίεση που δέχομαι από τον εργοδότη, αισθανόμενος τον εαυτό μου περίπου σαν σκλάβο. Οι δυσκολίες με τη γλώσσα ήταν πάρα πολλές στην αρχή, τώρα έχουν μειωθεί αρκετά. Όσον αφορά την κατοικία, λόγω των δυσκολιών, και ειδικά εμείς οι ξένοι, και λόγω του ότι έχω δύο παιδιά παραμένω σε σπίτι που στην Ελλάδα θα το χρησιμοποιούσα για αχυρώνα. Τα παιδιά φυσικά τα χάσαμε όσον αφορά το σχολείο, ούτε ελληνικά ούτε γερμανικά. Δεν έπαθα ποτέ ατύχημα, όμως στο εργοστάσιό μας περισσότερο παθαίνουν οι ξένοι, διότι προτού έρθουν εδώ δεν ήταν εργάτες και η εργατική τους συνείδηση είναι χαμηλή. Επιπλέον για να παίρνουν πολλά λεφτά, δουλεύουν βαριές δουλειές και ακόρντ, που σημαίνει να δουλεύουν γρήγορα. Παρόλο που κάνω παρέα με Γερμανούς και μου φέρονται σχεδόν καλά, πολλές φορές δοκιμάζω την απέχθειά τους όταν πρόκειται να τους θίξω θέματα ισότητος μαζί τους. Είναι εγωισταί και πολύ εθνικισταί, όμως μια μεγάλη μερίδα είναι καλοί μαζί μου. Όσον αφορά το μέλλον, η γνώμη μου δεν άλλαξε, αλλά θα πραγματοποιηθεί όταν έρθουν καλύτερες μέρες.

Με λένε Μιχάλη…

«Με λένε Μιχάλη. Γεννήθηκα το 1980 στην Αθήνα, στο «Μητέρα». Οι γονείς μου τότε έμεναν στο Παγκράτι. Μετά τη γέννα μου μετακομίσαμε στα Πατήσια. Οι γονείς μου είναι από τη Νιγηρία. Ο πατέρας μου ήρθε στην Ελλάδα για να σπου
δάσει, τη δεκαετία του ΄70. Ύστερα από κάποια χρόνια έφερε και τη μητέρα μου. Από τα παιδικά μου χρόνια δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Στο δημοτικό τα πήγαινα μια χαρά με τα άλλα παιδιά. Μόνο όταν τσακωνόμασταν στο ποδόσφαιρο με στολίζανε με βρισιές του τύπου «αράπης» και τα σχετικά. Ήμουν ο μόνος μαύρος στο σχολείο μου. Θυμάμαι επίσης ένα σκηνικό. Μια μέρα, έπειτα από τσακωμό, κάποια παιδιά με είχαν βάλει στη μέση και με έβριζαν. Τότε ένα παιδί που τον έλεγαν Ηλία όρμησε εναντίον τους για να με υπερασπιστεί. Από τότε γίναμε κολλητοί φίλοι. Τα πρώτα χρόνια στο σπίτι μιλούσαμε νιγηριανά και αγγλικά. Αυτό όμως με εμπόδιζε για τα μαθήματα. Μέχρι που ο δάσκαλος κάλεσε τους γονείς μου και τους είπε ότι έπρεπε να μιλήσουμε ελληνικά στο σπίτι.

Με τα χρόνια επικράτησαν τα ελληνικά στο σπίτι μας. Ελληνικά και hiphop. Από εννέα χρόνων μιλώ μόνο ελληνικά. Μιλώ επίσης άψογα αγγλικά, ενώ τα νιγηριανά τα καταλαβαίνω αλλά δεν τα μιλώ πια. Το πάθος για τη μουσική το «κόλλησα», ίσως, επειδή μεγάλωσα ανάμεσα σε διάφορους γλωσσικούς ήχους. Στο γυμνάσιο παθιάστηκα με τα γκράφιτι, τη hip-hop και τη Dram΄Ν΄ Βase. Είναι χρόνια που περνούν διοργανώνοντας πάρτι και ανταλλάσσοντας κασέτες με τα φιλαράκια. Εκείνη την περίοδο μπήκε έντονα η θρησκεία στη ζωή μου. Μαζί της και η πρώτη υπαρξιακή σύγκρουση. Γιατί η θρησκεία έλεγε «ειρήνη υμίν», ενώ το hip-hop μιλούσε για εξέγερση. Η θρησκεία ήταν ευχή, το hip-hop δράση. Το hip-hop και τα γκράφιτι ήταν για μένα ένα είδος ξεσπάσματος. Τότε, για πρώτη φορά, άρχισα να γράφω στίχους. Έγραφα και για τον ρατσισμό. Ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι που είχα απωθήσει: το χρώμα της επιδερμίδας μου.

Το να είσαι μαύρος. Εγώ είμαι περήφανος που είμαι μαύρος. Το να είσαι μαύρος όμως σημαίνει ότι συναντάς μπροστά σου έναν τοίχο. Σημαίνει ότι πρέπει να ξοδεύεις πολλή ενέργεια για να πείσεις τους γύρω σου ότι δεν είσαι γεννημένος μόνο για να πουλάς CD και να παίξεις μπάσκετ. Ότι μπορείς να γίνεις γιατρός, λογοτέχνης, σχεδιαστής μόδας, οτιδήποτε. Το να είσαι μαύρος σημαίνει ότι ζεις με αυτό το χρώμα, το αναπνέεις, ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να νιώσεις αόρατος. Τη μεγαλύτερη έκπληξη την προκαλείς όταν μιλάς ελληνικά χωρίς προφορά. Παθαίνουν πλάκα. Μερικοί κάθονται με το στόμα ανοιχτό και σε κοιτάνε σαν εξωγήινο. Τέλος πάντων… Ένα καλοκαίρι στη Σύρο. Η ανατροπή στη ζωή μου συνέβη ένα καλοκαίρι στη Σύρο.

Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο. Ήθελα τότε να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών και άρχισα να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα ελευθέρου σχεδίου. Το καλοκαίρι πήγα στη Σύρο για να δουλέψω στο εργαστήριο της δασκάλας μου. Έκανα βόλτα ένα απόγευμα, όταν ξαφνικά μπροστά στα πόδια μου σταμάτησε ένα αστυνομικό τζιπ. Βγήκαν έξω δυο αστυνομικοί και μου ζήτησαν τα χαρτιά. Είχα μαζί μου τη ληξιαρχική πράξη γέννησης. Θεωρούσα ότι ήταν αρκετή, αφού είχα γεννηθεί στην Ελλάδα. Με πήγαν στο Τμήμα. Μου είπαν ότι τα χαρτιά μου είναι ελλιπή. Ένας από τους αστυνομικούς μού είπε ότι θα με απελάσουν. «Πού θα με απελάσετε;» ρώτησα. «Στα σύνορα και να πας από εκεί που ήρθες», μου απάντησε. «Εγώ δεν ήρθα από πουθενά. Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα», είπα. Δεν πήρα απάντηση. Απέλαση, σύνορα, όλα αυτά μου φαίνονταν σαν ταινία. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου και είχα κατατρομάξει. Έμεινα εκεί τρεις μέρες, στο σκοτάδι, κοιμόμουν χάμω, σε ένα μικροσκοπικό κελί με δυο Πακιστανούς που δεν μιλούσαν ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά. Αυτές οι τρεις μέρες ανέτρεψαν τα πάντα μέσα μου. Με τη μεσολάβηση φίλων και δικηγόρων με άφησαν ελεύθερο. Τότε άρχισαν να με βασανίζουν τα ερωτήματα.

Ποιος ήμουν; Τώρα καταλάβαινα γιατί δεν με καλούσαν φαντάρο, όπως συνέβαινε με όλους τους φίλους μου. «Φίλε μου, εσύ είσαι ξένος», έλεγα στον εαυτό μου. Και πάλι δεν ήθελα να το πιστέψω όμως. Σκεφτόμουν ότι οι αστυνομικοί είχαν κάνει λάθος. Ήταν ένας μηχανισμός άμυνας για να μη διαλυθώ. Τα χαρτιά, τα χαρτιά, τα χαρτιά. Όταν εισέβαλε στη ζωή μου η λέξη χαρτιά και αλλοδαπός όλα καθάρισαν πλέον. Ρώτησα τους υπαλλήλους στον δήμο εάν μπορώ να βγάλω ελληνική ταυτότητα επειδή έχω γεννηθεί εδώ. Μου απάντησαν κοφτά: «όχι». Μετά ήρθαν οι ουρές, οι βεβαιώσεις, τα ένσημα, τα γραφεία, οι υπάλληλοι, η ατελείωτη αναμονή. Και όταν βγαίνει η άδεια παραμονής είναι ληγμένη. Ξανά ουρές, βεβαιώσεις, ένσημα, γραφεία, υπάλληλοι, ατελείωτη αναμονή. Με αυτά θα φας όλη τη ζωή σου.

Τα καλύτερα χρόνια σου φεύγουν κυνηγώντας τα χαρτιά. Δεν μπορείς να πας πουθενά. Τα όνειρα για το πανεπιστήμιο τα εγκατέλειψα γιατί κυνηγούσα τα χαρτιά. Με κάλεσαν το 2002 στη Γαλλία για να εκπροσωπήσω την Ελλάδα σε ένα φεστιβάλ θεάτρου δρόμου. Δεν πήγα γιατί δεν είχα χαρτιά. Ήθελα να ανοίξω μια δική μου δουλειά, δεν μπόρεσα γιατί δεν είχα χαρτιά. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα σου… Νιώθεις σιγά σιγά να ανοίγει ένα χαντάκι ανάμεσα σε σένα και στους φίλους σου. Εκείνοι προχωράνε, κυκλοφορούν ελεύθεροι. Αυτό που για σένα αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου, γι΄ αυτούς είναι ένα τίποτα. Επειδή δεν έχεις κανονικά χαρτιά δεν μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Σκέψου τι κατάπτωση. Να είσαι είκοσι χρόνων και να μη μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Φθείρεσαι ανεπαίσθητα, γίνεσαι μικρός, κλείνεσαι στον εαυτό σου. Πρέπει να προσέχεις πολύ για να μη γίνεις ανθρωπάκι.

Για να μη δεις όλους τους γύρω σου ως εν δυνάμει εχθρούς. Ύστερα έρχονται άλλες ερωτήσεις. Τι είσαι; Γεννήθηκες εδώ, τραγουδάς τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, στο σχολείο είπες ποιήματα για την 25η Μαρτίου. Και όμως σε θεωρούν αλλοδαπό. Στη Νιγηρία εσύ δεν έχεις πάει ποτέ. Τα ελληνικά είναι η γλώσσα σου. Τι είσαι λοιπόν; Πρέπει να είσαι τρεις φορές τρελός για να μην τρελαθείς. Πρέπει να παλέψεις με νύχια και με δόντια για να μην αφήσεις την πραγματικότητα να σε ξεκάνει. Τι κάνω αυτή τη στιγμή; Ασχολούμαι πολύ με τη μουσική και με το θέατρο του δρόμου. Τώρα δουλεύω στον «Κοσμοπολιτισμό», ένα πολιτιστικό κέντρο που διοργανώνει και πολλά ενδιαφέροντα event με μετανάστες καλλιτέχνες. Τα χαρτιά; Τα περιμένω ακόμα, εδώ και δυο χρόνια. Το μέλλον; Το μέλλον, φίλε μου, είναι τα όνειρά μου. Αυτά είναι η ασπίδα και η ελευθερία μου…»

του Gazmend Kapllani







Στο οδοιπορικό αυτό, μαθητές του 1ου Ενιαίου Λυκείου Βριλησσίων με συνεργάτη τον κινηματογραφιστή Γιώργο Πουλίδη καταγράφουν την Αθήνα των μεταναστών και των «ξένων».






Σαν τον Οδυσσέα από tvxorissinora