Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ-ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ


ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ from STELLASI


Υλικό για την ξενιτιά και την αποδημία από το ψηφιακό σχολείο

Συλλογή τραγουδιών για την ξενιτιά από τον ελληνικό πολιτισμό

Αφιέρωμα στην ξενιτιά από την Μυριόβιβλο

Τραγούδια της ξενιτιάς-Δόμνα Σαμίου

Ξενιτεμένο μου πουλί - Χάρις Αλεξίου




ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΑΛΛΑΣΙΝΟΣ - ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ





ΦΕΥΓΩ ΜΕ ΠΙΚΡΑ ΣΤΑ ΞΕΝΑ 1958 - ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ




Τώρα που πας στην ξενιτιά- Νάνα Μούσχουρη



Ε.Αρβανιτάκη - Παράπονο (Ξενιτιά)




Είναι κακούργα η ξενιτιά - Νίκος Ξυλούρης




Ανάθεμά σε ξενιτιά - Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη




Τζιβαέρι - Γιώτα Νέγκα





ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ
Κείμενο από τον Ν. Μπατσικανή
Από την αρχαιότητα, οι Έλληνες ξενιτεύονταν για διάφορους λόγους: Οι πόλεμοι, το άγονο έδαφος και η οικονομική δυσπραγία ορισμένων περιοχών, με πρώτη την εγκαταλειμμένη ελληνική επαρχία, οι κατακτητές, κυρίως η Τουρκοκρατία, ακόμη και τα πολιτικά πάθη, ανάγκασαν πολλούς να φύγουν από τη χώρα μας.
Στην Οδύσσεια, αναφέρεται ο καημός τού νόστου στην πατρίδα. Από ’κεί έμεινε η γνωστή έκφραση: «Νόστιμον ήμαρ», δηλαδή νόστιμη μέρα, γλυκιά μέρα γυρισμού στον τόπο που καθένας γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η ελπίδα γυρισμού έκαιγε, σαν καντήλι αναμμένο, στην ψυχή τού Οδυσσέα, δίνοντάς του δύναμη να παλεύει και να ξεπερνά όλα όσα τού έτυχαν στο δρόμο τής επιστροφής, μέχρι να δει «Καπνόν αποθρώσκοντα της Ιθάκης»: ακόμα και τον καπνό της πατρίδας του να δει από μακριά (κι ας πεθάνει). (Οδύσσεια, ραψ. α΄, στίχος 57).
Η μετανάστευση είναι, για μια χώρα, ό,τι είναι η αιμορραγία για το ανθρώπινο σώμα. Η αφαίμαξη αυτή, που άρχισε στην πατρίδα μας στις αρχές του 20ου αιώνα, δεν έγκειται τόσο στα ποσοτικά μεγέθη, όσο στο ότι αυτοί που ξενιτεύτηκαν ανήκαν, κυρίως, στα νιάτα, δηλαδή, στον ενεργό πληθυσμό της Ελλάδας.
Καημός δυσβάσταχτος η ξενιτιά, για το λαό μας, έκανε πολλές ελληνικές οικογένειες κομμάτια. Μέγα παράπονο για τους γονιούς και, κυρίως, για τη μάνα, να χάνει το παιδί της. Παλαιότερα, το ταξίδι για μακρινά μέρη διαρκούσε πολύ, τα μέσα και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν ελάχιστα, κι αυτό έκανε τον πόνο αβάσταχτο. Μόνο ένα γράμμα έφτανε κάπου – κάπου, κι αυτό αποτελούσε το μοναδικό σημείο επαφής με τα αγαπημένα πρόσωπα στην ξενιτιά, γι’ αυτό και ο ταχυδρόμος έπαιζε, παλαιότερα, σημαντικό ρόλο στην ελληνική ύπαιθρο. Γονείς δε γνώρισαν τις συζύγους των παιδιών τους, ούτε αγκάλιασαν, ποτέ, τα εγγόνια τους. Αδέλφια, μέχρι και σήμερα, έχουν να ανταμώσουν 40 ή και 50 χρόνια. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας δε γύρισαν ποτέ και θάφτηκαν σε ξένο χώμα, καθώς η ξενιτιά, σαν άλλη Κίρκη, τους κράτησε, για πάντα, κοντά της.
ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ, Γεωργίου Δροσίνη.
«Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα, και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα, γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω, για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο, μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι, χώμα βαφτισμένο με βροχή τού Μάη,
χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι, χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι, τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά!
Χώμα τιμημένο, πόχουν ανασκάψει για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, πόχουν ροδοβάψει αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα […]
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη, βοήθεια, μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη […]
Συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη: Πότε στην Ελλάδα πίσω θε ναρθώ!
Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο- μού ’γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θάβρω, το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω!
Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω, και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω, χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό!».
Τα υπερωκεάνια «Πατρίς» και «Βασίλισσα Φρειδερίκη», ήταν αυτά που μετέφεραν, κυρίως, τα νιάτα τής Ελλάδας στην ξενιτιά, καραβιές – καραβιές. Ο αποχαιρετισμός στο λιμάνι τού Πειραιά, ως επί το πλείστον, και στο (παλαιό) αεροδρόμιο του Ελληνικού, αργότερα, θα μείνουν χαραγμένες, για πολλά χρόνια ακόμα, στη μνήμη των νεοελλήνων.
Η φωνή τού ερμηνευτή Στέλιου Καζαντζίδη ματώνει ακόμα πολλούς, και, δικαίως, σε πολλά μέρη, έξω, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στη Βόρεια. Ο Στέλιος υπήρξε ο «Άγιος» των ανθρώπων τού λαού μας, και μιας γενιάς, που σε πολλά σπίτια: «ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», ή ένα γράμμα από την ξενιτιά, που το διάβαζε όλη η οικογένεια και με άλλους συγγενείς μαζεμένους τριγύρω, ήταν τα μόνα στοιχεία επαφής με τα αγαπημένα τους, ξενιτεμένα πρόσωπα. Ο τραγουδιστής εξέφρασε τον πόνο των ξενιτεμένων ελλήνων, με, αληθινά, συγκλονιστικό και μοναδικό τρόπο.
«Μανούλα, θα φύγω, μην κλάψεις για μένα […]
παιδί, πια, δε θά ’χεις, μανούλα γλυκιά, εκεί θα πεθάνω στα ξένα».
Ο λαός μας, μόνο, με τα τραγούδια κατάφερε να λυτρωθεί από το βαθύ πόνο τής ξενιτιάς, την οποία, συχνά, ταύτισε με τον ίδιο το θάνατο.
«Πίσω απ’ το σπιτάκι μου τρέχει νερό φαρμάκι,
κι όσες μανάδες κι αν το πιουν καμιά παιδί δεν κάνει.
Ας το ’πινε κι η μάνα μου μένα να μη με κάνει,
μόν’ μ’ έκανε, και τράνεψα, και μ’ έστειλε στα ξένα».
(Δημοτικό)
Το τραγούδι τής Ξενιτιάς αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της παράδοσης. Είναι θρόισμα του δέντρου τής Ζωής,  που, αν και πνίγεται στο θόρυβο των «μεγάλων και των σημαντικών», οι Έλληνες το αφουγκραζόμαστε καθαρά. Γιατί αυτό το τραγούδι το έχουμε τραγουδήσει όλοι, και μας ακολουθεί στην περιπλάνησή μας, στην περιπέτεια που εμείς, οι ίδιοι, αποφασίζουμε: ποιο νόημα και περιεχόμενο, ποιο όραμα της δίνουμε, αλλά και τι κόστος έχει, δυστυχώς.
Ειδικότερα, μετά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες είμαστε «έτσι όπως», με όλα τα δεινά κι όλες τις συνέπειες, μα και λυτρώσεις, που αυτό (ξέρουμε, πλέον) ότι συνεπάγεται.
Η Ιστορική περίοδος δημιουργίας τής Δημοτικής Ποίησης ταυτίζεται, κυρίως, με τα χρόνια τής τουρκικής εισβολής και κατοχής. Ανάλογα έντεχνα και λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν την περίοδο του ξενιτεμού των ελλήνων για οικονομικούς λόγους, εποχή που άρχισε στις αρχές του 1900 (κυρίως προς Αμερική) και κορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60, για χώρες  όπως: ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Καναδά, Λατινική Αμερική, Βέλγιο, Σουηδία, Κεντρική και Νότια Αφρική, και όπου αλλού έφτασαν οι Έλληνες στις εσχατιές τής Γης.
Η ξενιτιά, που ισοδυναμεί με θάνατο στα δημοτικά τραγούδια, περιγράφεται διαφορετικά στις νησιωτικές και τις ηπειρωτικές περιοχές: Στα νησιά, ο μισεμός είναι παροδικό φαινόμενο. Οι ναυτικοί φεύγουν και, συνήθως, ξανάρχονται στον τόπο τους, αν κι ενδέχεται να μην ξαναγυρίσουν ποτέ, χαμένοι στα κύματα ενός τραγικού ναυαγίου. Τα νησιώτικα δημοτικά τραγούδια αναφέρονται περισσότερο στο υγρό στοιχείο, στη θάλασσα που πνίγει τα καράβια. Αντιθέτως, στην ηπειρωτική Ελλάδα, η μετανάστευση αναφέρεται σε άλλα στοιχεία και, κάποτε, συνδέεται με τους τεχνίτες που περιόδευαν για δουλειά.
Χαρακτηριστικός είναι ο αποχωρισμός των σφουγγαράδων στην Κάλυμνο: Το απόγευμα της Κυριακής τού Πάσχα, γινόταν μεγάλη γιορτή, με τοπικούς χορούς, για το «φευγιό τους» στις αφρικανικές θάλασσες. Στο τέλος τής γιορτής χόρευαν το(ν) «Mηχανικό», χορό που αναπαριστά τα προβλήματα υγείας που ενδέχετο να συμβούν, ή και την απώλεια ζωής των σφουγγαράδων, από έλλειψη οξυγόνου στον οργανισμό τους, όταν βουτούσαν σε μεγάλα βάθη τής θάλασσας.
Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, σε πολλά χωριά της Μακεδονίας, οι άνδρες τραγουδούν, από σπίτι σε σπίτι,  τα «κόλιαντα» (κάλαντα), στο τέλος των οποίων λένε ευχές ή και τραγούδια για τους ξενιτεμένους, αν η οικογένεια έχει συγγενείς στα ξένα. Στην Κοζάνη και στα Γρεβενά, τα συναντάμε περισσότερο Πάσχα, κυρίως από γυναίκες.
Ακόμη και την ώρα τής εργασίας ακούγονται τραγούδια τής ξενιτιάς, λ.χ. όταν μαζεύουν καπνό ή ελιές, στο θέρο, ή την ώρα που μια γυναίκα υφαίνει, και θυμάται τον απόντα αγαπημένο της:
«Άσπρα μου περιστέρια, και μαύρα μου πουλιά/ όπου ψηλά διαβαίνετε/ για κοντοκαρτεράτε/ να γράψω ένα γράμμα, μια ψιλή γραφή/ να στείλω στην αγάπη μου, να μη με καρτερεί».
Από το ζωικό βασίλειο, τα πουλιά, και κυρίως τα αποδημητικά, παίζουν ρόλο μεσολαβητή στα δημοτικά μας τραγούδια. Τα πουλιά είναι πολύ έντονο σύμβολο, και κυρίως χελιδόνια και περιστέρια. Συνήθως αναφέρονται με τη γενική ορολογία, ως πουλιά: «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο». «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, μωρέ ξένε μου».
Στα παλιά χρόνια, οι Έλληνες δεν περίμεναν ότι ο ξενιτεμένος θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Γι’ αυτό και τα τραγούδια είχαν τόσο πόνο, ενώ χαρακτηριστική είναι η φράση: Ο ζωντανός χωρισμός είναι θάνατος, καθώς ποτέ δεν πιστεύουμε πως χάσαμε το αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως γίνεται όταν κάποιος πεθαίνει. Παροιμιώδεις έμειναν πολλές αναφορές, κυρίως από την Ήπειρο, τόπο μισεμού πολύ μεγάλου, αναλογικώς, πληθυσμού, λόγω του άγονου εδάφους και της αργοπορίας απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, όπως αυτή όπου ένας πατέρας ανέβαινε, κάθε μέρα, στο υψηλότερο σημείο τού χωριού, για να πει στο γιο του, που βρισκόταν στη Γερμανία, τα νέα τους, ενώ σε άλλη περιγράφεται «το πώς» κάποιες μάνες κίνησαν, ζαλωμένες με καλούδια, να πάνε πολύ μακριά, για να συναντήσουν, τις μέρες των Γιορτών, τα παιδιά τους. Ανάμεσά τους και μια νεαρή κοπέλα, που τα ξένα τής είχαν πάρει τον καλό της.
Ο αποχαιρετισμός τού μισεμού γέννησε διάφορα έθιμα. Αποβραδίς οι γυναίκες έστρωναν τραπέζι, στο οποίο συμμετείχε όλη η οικογένεια. Την επόμενη μέρα, την ώρα που έφευγε, ο δικός τους, για τα ξένα, του έδιναν φυλαχτά, μικρές εικόνες, κυρίως της Παναγίας, και  φωτογραφίες. Έξω από την πόρτα έχυναν νερό για να’ ναι καθαρή (εύκολη) και η δική του στράτα. Τον συνόδευαν ως τα σύνορα του χωριού, απ’ όπου τον αγνάντευαν (κοιτούσαν από μακριά ή ψηλά), κουνώντας μαντήλια, κλαίγοντας, τραγουδώντας, ίσως και μοιρολογώντας. Γυναίκες ήταν, κυρίως, οι δημιουργοί και οι φορείς αυτών των τραγουδιών, που εκφράζουν πόνο, και θέτουν σε δεύτερη μοίρα τα πλούτη που, ίσως, αποκτούσε το αγαπημένο τους πρόσωπο στην ξενιτιά: «Ανάθεμά σε, ξενιτιά, και συ και τα καλά σου».
Στην Κρήτη, ο πόνος τού μισεμού εκφράζεται σε συνάξεις ανδρών, λ.χ. καφενεία ή γάμους, κυρίως με μαντινάδες και ριζίτικα: «Μάνα, πολλά μαλώνεις με, που φεύγω για τα ξένα».
Από τα τραγούδια της ξενιτιάς δε λείπουν οι αναφορές σε φρούτα ή χόρτα: το κυδώνι, το μήλο, το ρόδι και το αμάραντο που συνδέεται με τη στειρότητα:
«Nα το ’χε φάει η μάνα μου, να μη με κάνει εμένα».
Δημοτικά:
«Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα».
«Η ξενιτιά κι ο θάνατος αδέλφια ελογιούνται».
«Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα».
«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται, κι εγώ χω τον καημό σου».
«Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξεραγκιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μαντήλι μουσκεμένο,
τα δάκρυα είναι καυτερά, και καίνε το μαντήλι».
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;».
(Ηπείρου)
Το συγκλονιστικότερο, πάντως, δημοτικό τής ξενιτιάς, είναι, κατά τη γνώμη μου, το «Διώξε με, μάνα, διώξε με…». Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει πανελλήνια διάδοση, αφού υπάρχουν περισσότερες από 250 παραλλαγές του. Στη μικρασιατική εκδοχή, η μάνα κλαίει κι οδύρεται και ρωτάει τους ναύτες αν είδανε τον «ακριβό γιο της», για να λάβει την εξής απάντηση:
«Εχτές προχτές τον είδαμε στην άμμον ξαπλωμένον/ κι είχε την άμμον πάπλωμα, τη μαύρη γη σεντόνι/ τα χοχλακούδια τού γιαλού τα είχε προσκεφάλι./ Άσπρα πουλιά τον τρώγανε, μαύρα τον τριγυρίζαν. / Κι ένα πουλί, καλό πουλί, κάθεται και δεν τρώγει./ – Φάγε και συ, καλό πουλί, π’ ανδρειωμένου πλάτη/ να θρέψεις πήχυν το φτερό, πήχυν τ’ απανωφτέρι/ να γράψω στη φτερούγα σου δυο λόγια πικραμένα./ Το ’να να πας της μάνας μου, τ’ άλλο τής αδερφής μου/ να το διαβάζει η μάνα μου, να κλαίγει η αδερφή μου/ να το διαβάζει η αδερφή, να κλαίγει ο αδερφός μου».
Αν κι αυτά αφορούν το παρελθόν, η ξενιτιά εξακολουθεί να πονά ακόμα στις μέρες μας. Όμως, σήμερα, οι έλληνες μετανάστες, και οι ανά τον κόσμο ελληνικής καταγωγής πολίτες, δεν είναι απλοί εργάτες, αλλά πετυχημένοι επιχειρηματίες, αποτελώντας ένα(ν) σημαντικό παράγοντα, του τόπου εκεί, μα και του έθνους μας. Όλοι αυτοί, ως «Διπλωμάτες» τής χώρας μας στο εξωτερικό, είναι η μεγαλύτερη δύναμη που έχει η Ελλάδα, όχι, μόνο, διότι πάντα σε αυτούς προστρέχει, αλλά διότι είναι και η δύναμη πιέσεως προς τις κυβερνήσεις των χωρών όπου ζουν. Μεγαλουργούν, δε, και συμμετέχουν στα κοινά των χωρών που βρίσκονται, στηρίζοντας την οικονομία τους.
Οι Έλληνες της Διασποράς διέπρεψαν και διαπρέπουν στην ξενιτιά, και παλεύουν να διατηρήσουν την Ελληνική τους ταυτότητα τα ήθη και τα έθιμα της μάνας – πατρίδας. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας διαπρέπουν σε Τέχνες, εμπόριο κι Επιστήμες, ενώ από αυτούς προήλθαν και οι μεγάλοι ευεργέτες, μα και ήρωες, μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί τής Φιλικής Εταιρείας και οι πρωτοστάτες στον Αγώνα του ’21, όπως οι Επαναστάτες Υψηλάντηδες σε Ιάσιο και Δραγατσάνι.
Το τραγούδι της ξενιτιάς, Κώστα Κρυστάλλη.
[…] «Στα ξένα δεν ανθίζουνε την άνοιξη τα δέντρα,
και δε λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλαρίζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!
Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια τ’ αδερφού κ’ η συντροφιά του φίλου;
Πούν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;
Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει μαζί σου;
Κι αν έρθει μέρ’ αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί, στο πλάι σου, τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα σε σαβανώσει;
Στο λείψανό σου ποιος θαρθεί λουλούδια να σε ράνει;
Αχ! πώς τους θάφτουν, νάξερες,
και πώς τους παν τους ξένους!
Χωρίς λιβάνι και κερί, χωρίς παπά και ψάλτη!
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!» […]
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί σήμερα τον Απόδημο Ελληνισμό είναι αυτός τής αφομοίωσης από τις χώρες υποδοχής,  λόγω της δυσκολίας να διατηρηθεί η Γλώσσα, από την τρίτη γενιά και μετά, ενώ η διατήρηση της ταυτότητάς τους θα είναι αποφασιστικός παράγοντας στις επόμενες δεκαετίες.
Ο Έλληνας μετανάστης  αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι σε οποιαδήποτε χώρας βρέθηκε, γιατί δεν ήταν, απλώς, ένας εργάτης που ήρθε να πάρει τα χρήματα και να φύγει. Ήταν ένας άνθρωπος που χάραξε τίμια το όνομά του πάνω στο χώμα κάθε ξένου τόπου, καθώς κουβαλάει στο αίμα και την ψυχή του τον υψηλότερο Πολιτισμό τής Γης: Έναν Πολιτισμό που έχει τον άνθρωπο ως υπέρτατο στοιχείο. Γι’ αυτό, η Ελληνική Πολιτεία πρέπει να βοηθήσει με τον καλλίτερο και όσο πιο αποτελεσματικό τρόπο τα ξενιτεμένα αδέλφια μας.
«Γιάννη μου, το μαντήλι σου, τι το ’χεις λερωμένο,
βρε Γιαννάκη μου, βρε παλικαράκι μου;
Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα,
βρε Γιαννάκη μου, βρε παλικαράκι μου.
Πέντε ποτάμια το ’πλυναν και βάψαν και τα πέντε,
βρε Γιαννάκη μου, βρε παλικαράκι μου».
(Ηπείρου)
«Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου.
Αχ, πανάθεμά σε, ξενιτιά, τζιβαέρι μου, και σε και το καλό σου.
Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου, και το ’κανες δικό σου.
Αχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου, και μέλημα δικό μου.
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη.
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά». (Δημοτικό)
«Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή. Παιδί μου, ώρα σου καλή!
Βουίζει το κεφάλι μου, σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξεράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπηκε η πνοή
σ’ αυτό το ύστερο φιλί. Παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψει ο πλάστης μου, καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή όταν τα λέμε «ώρα καλή».
(Γ. Βιζυηνός).
«Δε θέλω εγώ παινέματα,
παρηγοριές και ψέματα,
να γιατροπορευτώ.
Θέλω το γιο μου,
το Ανεστάκι, που ’ναι στην ξενιτιά.
Αχ, το μικρό μου καπετανάκι,
που δε μου γράφει πια.
Χαρείτε τα καράβια σας,
τα πλούτη μες στα αμπάρια σας,
δε θα τα λιμπιστώ». (Λευτέρης Παπαδόπουλος).
«Τώρα που πας στην ξενιτιά,
πουλί θα γίνω του νοτιά, γρήγορα να σ’ ανταμώσω,
για να σου φέρω το σταυρό
που μου παράγγειλες να βρω, δαχτυλίδι να σου δώσω.
Χρυσή μου αγάπη, έχε γεια, να ’ναι μαζί σου η Παναγιά,
κι όταν ’ρθεί το περιστέρι, θα ’χω κρεμάσει φυλαχτό,
στο παραθύρι τ’ ανοιχτό, την καρδιά μου σαν αστέρι.
Ήσουν κυπαρίσσι στην αυλή αγαπημένο.
Ποιος θα μου χαρίσει το φιλί που περιμένω;
Στ’ όμορφο ακρογιάλι καρτερώ να μου ’ρθεις πάλι,
σαν μικρό, χαρούμενο πουλί». (Νίκος Γκάτσος).
«Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά.
Περιπλανώμενος, δυστυχισμένος,
μακριά απ’ της μάνας μου την αγκαλιά.
Κλαίνε τα πουλιά για αέρα, και τα δέντρα για νερό.
Κλαίω, μανούλα μου, κι εγώ για σένα,
που έχω χρόνια για να σε ειδώ.
Πάρε, χάρε, τη ψυχή μου, ησυχία για να βρω,
αφού το θέλησε η μαύρη μοίρα,
μες στη ζωή μου να μη χαρώ». (Βασίλης Τσιτσάνης).
«Φεγγάρι, μάγια μού ’κανες, και περπατώ στα ξένα.
Είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό,
και τα βουνά κλαμένα.
Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί,
να πάει στη μάνα υπομονή, δεμένη στο μαντήλι,
προικιά στην αδελφούλα μου,
και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί στα χείλη.
Στείλ’ ουρανέ μου ένα πουλί, ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά,
δίπλα στο μπαλκονάκι». (Ερρίκος Θαλασσινός).
Δάκρυα, πολλά δάκρυα, όσα και τα τραγούδια (τα πιο πάνω και πολλά ακόμη) που έχουν γραφεί για την ξενιτιά και αγαπημένα πρόσωπα εκεί.




Η ξενιτιά στα δημοτικά τραγούδια - υπόθεση γένους θηλυκού
Τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς είναι γενικά νεότερα κείμενα, μπορούν να τοποθετηθούν ανάμεσα στον 15ο και τον 18ο αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι έχουν δεχθεί ισχυρές επιρροές στα μοτίβα τους από αρχαιότερα είδη όπως τα μοιρολόγια και οι παραλογές, επιρροές που εξέλιξαν και επέστρεψαν με μορφή αντιδανείου στα υπόλοιπα είδη τραγουδιών. Οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν τους ανθρώπους στον δρόμο της ξενιτιάς τους πρώτους αιώνες μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι σε γενικές γραμμές γνωστές, είναι περιττό να επικεντρωθεί κανείς σ’αυτές, άλλωστε τα δημοτικά τραγούδια δεν προσφέρουν επαρκή επιστημονικά στοιχεία για μια μελέτη καθαρά ιστορικού-κοινωνιολογικού χαρακτήρα.

Το σημαντικότερο ίσως χαρακτηριστικό των τραγουδιών της ξενιτιάς είναι ο ρόλος της γυναίκας. Ισχυρός και ιδιάζων, πολύπλευρος και συχνά σκοτεινός, διαφοροποιείται αισθητά από ό,τι συναντάμε συνήθως σε άλλες κατηγορίες κειμένων. Μια πρώτη προσέγγιση σε πρακτικό επίπεδο δείχνει ότι αυτό είναι αναμενόμενο, δεδομένου ότι εκείνος που ξενιτεύεται είναι κατ’εξοχήν ο άντρας. Η γυναίκα, είτε ως μάνα, είτε ως σύζυγος είναι αυτή που μένει πίσω για να αντιμετωπίσει την καινούρια κατάσταση και να προσπαθήσει να διατηρήσει τον ιστό της οικογένειας ανέπαφο: είναι μια διαδικασία δύσκολη τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Και ενώ σε μια πρώτη ματιά ο ρόλος της γυναίκας φαίνεται παθητικός δεδομένου ότι είναι αναγκασμένη να υποστεί την αναχώρηση του άντρα της χωρίς δικαίωμα λόγου, στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα ισχυρός, αφού είναι εκείνη που θα ασκήσει τελικά κριτική: τα τραγούδια της ξενιτιάς είναι ένα κατ’εξοχήν γυναικείο πεδίο σκέψης.
Η γυναικεία παρουσία στα τραγούδια της ξενιτιάς έχει παρόλα αυτά και μια σκοτεινή διάσταση, μπορεί να γίνει μια ανησυχητική ή ακόμα και επικίνδυνη φιγούρα. Η γυναίκα που θα συναντήσει ο ξενιτεμένος στα ταξίδια του είναι η μάγισσα που σαν άλλη ομηρική Κίρκη, θα τον κρατήσει δέσμιό της στον ξένο τόπο, για πάντα μακριά από το σπίτι και την οικογένειά του. Στο μυαλό του δημοτικού ποιητή η γυναίκα αυτή στερείται κάθε θετικού χαρακτηριστικού και γίνεται το σύμβολο του ανέφικτου της δημιουργίας οικογενειακού δεσμου στα ξένα. Ο ξενιτεμένος βλέπει τις πιθανότητες για μια επιστροφή στην πατρίδα να εξαφανίζονται χρόνο με τον χρόνο και ξέρει ότι θα είναι παγιδευμένος στον ξένο τόπο μέχρι το τέλος της ζωής του. Υποταγμένος σε αυτή τη μοίρα, ενημερώνει την σύζυγό του να μην τον περιμένει πια και να συνεχίσει τη ζωή της. Ο δημοτικός ποιητής διακρίνει δυο θύματα της ξενιτιάς: τον άντρα που είναι καταδικασμένος να στερηθεί το σημαντικότερο αγαθό όλων, την οικογένειά του και την φροντίδα της, αλλα και την γυναίκα, που βλέπει την ζωή της να αλλάζει και να βουλιάζει στη ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Η μοναξιά είναι ο κοινός παρονομαστής και των δύο, ο λαϊκός ποιητής εξισώνει τελικά την απώλεια της ξενιτιάς με αυτήν του θανάτου.

Μισέψαν τα καράβια με τη σιγανεμιά,
εμίσεψε ο καλός μου τσαί πάει στην Αρμενιά.
Μηδέ χαρτί μου πέβει, μηδέ πολογιά
τσαι στους δώδεκα χρόνους πέβει πολογιά,
μου πέβει μαντιλάκι με δεκαωχτώ φλουριά:
- Θέλεις, κόρη, παντρέψου θέλεις μη παντρευτείς,
θέλεις καλόγρια γίνου, τα μαύρα να ντυθείς,
και μένα με παντρέψαν κάτου στην Αρμενιά
μου δώσανε γυναίκα μιας μάγισσας παιδί
μαγεύει τα καράβια, μαγεύει τον καιρό,
μαγεύει με κ’εμένα και δεν μπορώ να ‘ρθω.[1]


Ο ρόλος της μάνας στα τραγούδια της ξενιτιάς αποκτά σε κάποιες περιπτώσεις σκοτεινές διαστάσεις, κι αυτό επειδή σε πολλές παραλλαγές βρίσκεται πίσω από την απόφαση του γιού της να ξενιτευτεί. Οι ενοχές, το παράλογο αυτής της στάσης στηλιτεύεται από τον δημοτικό ποιητή, παρόλο που δεν εξισώνει όλες τις μητέρες: οι περισσότερες είναι καλές, αλλά υπάρχουν κι εκείνες που στέλνουν το παιδί τους στα ξένα, κάτι που στο λαικό φαντασιακό ισοδυναμεί με θάνατο:

Όλες οι μάνες ειν’καλές, πονούν για τα παιδιά τους
και μια μανά, κακή μανά, τον γιό της καταριέται:
- Σύρε γιόκα μ’ στην ξενιτιά που παν τα αρμοπούλια
Να φέρεις τ’άσπρα στην ποδιά, τα γρόσια στη σακκούλα.[2]


Η μάνα είναι λοιπόν ο φορέας της κοινωνικής πίεσης, αυτή απαιτεί να συμμορφωθεί ο γιός της, αυτή τον «διώχνει». Όπως τονίζει ο Guy Saunier στην συλλογή του με τραγούδια της ξενιτιάς, «είναι φυσικό ο ρόλος αυτός να της ανήκει, λόγω της φροντίδας της για την κοινωνική εμφάνιση της οικογένειας, και ειδικά λόγω της πλήρους απουσίας του πατέρα στα τραγούδια της ξενιτιάς.»[3]

Είναι λοιπόν ταυτόχρονα θύτης και θύμα η γυναίκα στα τραγούδια της ξενιτιάς. Είτε χάνει τον άντρα της, είτε διώχνει τον γιό της, θα κληθεί να ισορροπήσει σε καταστάσεις τελικά αναπόφευκτες και να σηκώσει το βάρος της απώλειας, των τύψεων, της μοναξιάς, ακόμα και του θανάτου.
Κρις Λιβανίου



[1] Guy Saunier, Το δημοτικό τραγούδι. Της ξενιτιάς.εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1990, σελ. 173.
[2] Ήπειρος, Ύλη Πολίτη 2654, Π. Λάμπρος. in. Guy Saunier, Το δημοτικό τραγούδι. Της ξενιτιάς.εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1990, σελ. 132.
[3] Guy Saunier, Το δημοτικό τραγούδι. Της ξενιτιάς.εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1990, σελ. 135.